- ακορνίζωτος
- η , ο без рамы, без рамки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακορνίζωτος — ακορνίζωτος, η, ο και ακορνιζάριστος, η, ο αυτός που δεν μπήκε σε πλαίσιο (κορνίζα): Ωραία φωτογραφία, αλλά ακορνίζωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακορνίζωτος — η, ο [κορνιζώνω] ο ακορνιζάριστος … Dictionary of Greek